πιστόνι

πιστόνι
το, Ν
1. τεχνολ. κοινή ονομασία τού εμβόλου
2. μουσ. μηχανισμός που εφευρέθηκε στις αρχές τού 19ου αιώνα και, ειδικότερα, ολκωτό τμήμα που εφαρμόζεται σε ορισμένα χάλκινα πνευστά όργανα και επιτρέπει στον εκτελεστή να αποδώσει με ακρίβεια, επιμηκύνοντας τον σωλήνα τού οργάνου, όλους τους φθόγγους τής χρωματικής κλίμακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. piston < ιταλ. pistone < λατ. pistus παθ. μτχ. τού ρ. pinso, pisto «χτυπώ, κοπανίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πιστόνι — το (λ. ιταλ.), έμβολο κινητήρα (αυτοκινήτου, αεροπλάνου) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έμβολο — Μηχανικό όργανο το οποίο, στις μηχανές εναλλασσόμενης κίνησης, παλινδρομεί στο εσωτερικό του κυλίνδρου και χρησιμεύει στη μετατροπή της πίεσης ενός υγρού σε μηχανική ενέργεια ή αντίστροφα. Στις μηχανές διπλής δράσης (π.χ. στις ατμομηχανές) το έ.… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • μπαλέτο — Ενιαία σκηνική παράσταση που αναπτύσσει πλήρως ένα συγκεκριμένο θέμα μέσω του χορού και της παντομίμας, με συνοδεία μουσικής και με τη βοήθεια σκηνικών και κουστουμιών. Είναι ένας τύπος θεάματος που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην Ευρώπη –και από… …   Dictionary of Greek

  • ξεφυσώ — άω 1. αφήνω να περάσει από μέσα μου αέρας ή αέριο ορμητικά («το πιστόνι τής τρόμπας ξεφυσάει») 2. αναπνέω με δυσκολία μετά από τρέξιμο ή σωματική καταπόνηση, αγκομαχώ, λαχανιάζω, ασθμαίνω 3. αναστενάζω βαθιά 4. (κατ ευφ.) κλάνω, πέρδομαι. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • λινοτυπική μηχανή — Τυπογραφική μηχανή για τη στοιχειοθεσία και την κατασκευή συμπαγών μεταλλικών στίχων. Ειδικότερα, η λ.μ. εκτελεί τη στοιχειοθεσία κατά στίχους (ιταλ. line = στίχος· λινοτυπική κυριολεκτικά σημαίνει στιχοτυπική), το χύσιμο του μετάλλου και τη… …   Dictionary of Greek

  • έμβολο — το 1. καθετί που μπορεί να μπει μέσα σε άλλο πράγμα, πάσσαλος, σφήνα. 2. εμβολέας (βλ. λ.), έμβολο πυροβόλου. 3. (για πολεμικά πλοία), η αιχμηρή προεξοχή της πλώρης για το τρύπημα του εχθρικού πλοίου. 4. (μηχ.), κυλινδρικό στοιχείο μηχανής ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”